- διασπαθώ
- διασπαθῶ (-άω) (AM)διασπαθίζω, σπαταλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιασπάθητος — η, ο [διασπαθώ] ο αδιασπάθιστος … Dictionary of Greek
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek